Άσκηση στην εγκυμοσύνη
Πλεονεκτήματα
Μητέρα: Η άσκηση βοηθάει πολλές γυναίκες να προσαρμοσθούν καλύτερα στις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στη διάρκεια της κύησης. Ανακουφίζει επίσης σε αρκετές περιπτώσεις από πόνους στη μέση και περιορίζει το αίσθημα κόπωσης και το οίδημα στα πόδια και τα χέρια. Βελτιώνεται επίσης ο μυϊκός τόνος και η δύναμη και γίνεται έτσι πιο εύκολη η μετακίνηση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ιδιαίτερα στο τρίτο τρίμηνο.
Η άσκηση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση παθήσεων όπως ο διαβήτης της κύησης και η υπέρταση της κύησης και δημιουργεί μια αίσθηση ευεξίας.
Επίσης σε εγκύους με διαβήτη της κύησης βοηθάει στην καλύτερη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου του αίματος.
Τέλος προετοιμάζεται καλύτερα το σώμα για την διαδικασία του επερχόμενου τοκετού.
Παιδί: Τα παιδιά μητέρων που ασκούνταν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης γεννιόνται με συντομότερο τοκετό και παρουσιάζουν λιγότερες επιπλοκές κατά τον τοκετό.
ΚίνδυνοιΠαρά τα παραπάνω πλεονεκτήματα της άσκησης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να παρουσιασθούν και μια σειρά από κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί, οι οποίοι σχετίζονται κυρίως με τις φυσιολογικές μεταβολές του οργανισμού στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι κίνδυνοι αυτοί προκύπτουν ως επί το πλείστον μετά από ακατάλληλες ασκήσεις και όταν η έγκυος υπερβαίνει τα όρια και τις αντοχές της.
Υπερθερμία: Κατά τη διάρκεια της άσκησης η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται και όταν ξεπεράσει τους 39 °C στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης τότε μπορεί να επηρεαστεί η ανάπτυξη του εμβρύου. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός θα πρέπει να πίνετε πολλά υγρά πριν και κατά τη διάρκεια της άσκησης και να μην υπερβαίνει η άσκηση της αντοχές της εγκύου. Επίσης η άσκηση δεν πρέπει να γίνεται σε θερμό και υγρό περιβάλλον.
Χαμηλή πίεση: Όταν η έγκυος είναι ξαπλωμένη το μωρό πιέζει τα μεγάλα αγγεία επηρεάζοντας την κυκλοφορία του αίματος και μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της
αρτηριακής πίεσης. Καλό θα είναι, για το λόγο αυτό, να περιορίζονται οι ασκήσεις σε ξαπλωμένη θέση ειδικά μετά την 16η εβδομάδα.
Τραυματισμοί: Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι αρθρώσεις και οι σύνδεσμοι γίνονται πιο χαλαροί, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ευλυγισία στα δάκτυλα, τους καρπούς, τους αγκώνες και τα πόδια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη πιθανότητα τραυματισμών στη διάρκεια της άσκησης. Για τον περιορισμό του κινδύνου απαιτείται σωστή προθέρμανση και αποφόρτιση και αποφυγή ξαφνικών αλλαγών κατεύθυνσης.
Υπογλυκαιμία: Η ζάχαρη αποτελεί πηγή ενέργειας για τη μητέρα και το μωρό και η άσκηση δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τα 45 λεπτά της ώρας, για την αποφυγή υπογλυκαιμίας. Σε περίπτωση διαβήτη κύησης θα πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα σακχάρου με προσοχή και να ακολουθείται το πρόγραμμα των γευμάτων που έχετε.
Διακοπή άσκησης: Σε κάθε περίπτωση εμφάνισης μη συνηθισμένων συμπτωμάτων η άσκηση θα πρέπει να διακόπτεται. Τέτοια συμπτώματα μπορεί αν είναι πονοκέφαλος, αδιαθεσία, ζάλη, δυσκολία αναπνοής, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, πόνος στην κοιλιά ή στην πύελο, οιδήματα στα πόδια, συσπάσεις στη μήτρα, ελάττωση των κινήσεων του εμβρύου, απώλεια υγρών από τον κόλπο και αιμορραγία.
Άσκηση μετά τον τοκετό: Μετά από μια εγκυμοσύνη και τοκετό χωρίς επιπλοκές μπορείτε να ξεκινήσετε ήπια άσκηση, όπως περπάτημα, αμέσως μετά τον τοκετό. Υπάρχουν επίσης ειδικές ασκήσεις που δυναμώνουν τους μύες του περινέου, ενώ σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζεται η παραγωγή γάλατος από τη μητέρα. Η άσκηση μετά τον τοκετό συμβάλει στη σωματική και ψυχική ευεξία, στην απώλεια βάρους και στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης.
Εάν βέβαια είχατε επιπλοκές στην εγκυμοσύνη ή τον τοκετό, τότε θα πρέπει να συζητήσετε με τον θεράποντα ιατρό για το πότε θα αρχίσετε τη σωματική άσκηση και σε ποια ένταση.
Μητέρα: Η άσκηση βοηθάει πολλές γυναίκες να προσαρμοσθούν καλύτερα στις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στη διάρκεια της κύησης. Ανακουφίζει επίσης σε αρκετές περιπτώσεις από πόνους στη μέση και περιορίζει το αίσθημα κόπωσης και το οίδημα στα πόδια και τα χέρια. Βελτιώνεται επίσης ο μυϊκός τόνος και η δύναμη και γίνεται έτσι πιο εύκολη η μετακίνηση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ιδιαίτερα στο τρίτο τρίμηνο.
Η άσκηση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση παθήσεων όπως ο διαβήτης της κύησης και η υπέρταση της κύησης και δημιουργεί μια αίσθηση ευεξίας.
Επίσης σε εγκύους με διαβήτη της κύησης βοηθάει στην καλύτερη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου του αίματος.
Τέλος προετοιμάζεται καλύτερα το σώμα για την διαδικασία του επερχόμενου τοκετού.
Παιδί: Τα παιδιά μητέρων που ασκούνταν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης γεννιόνται με συντομότερο τοκετό και παρουσιάζουν λιγότερες επιπλοκές κατά τον τοκετό.
ΚίνδυνοιΠαρά τα παραπάνω πλεονεκτήματα της άσκησης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να παρουσιασθούν και μια σειρά από κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί, οι οποίοι σχετίζονται κυρίως με τις φυσιολογικές μεταβολές του οργανισμού στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι κίνδυνοι αυτοί προκύπτουν ως επί το πλείστον μετά από ακατάλληλες ασκήσεις και όταν η έγκυος υπερβαίνει τα όρια και τις αντοχές της.
Υπερθερμία: Κατά τη διάρκεια της άσκησης η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται και όταν ξεπεράσει τους 39 °C στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης τότε μπορεί να επηρεαστεί η ανάπτυξη του εμβρύου. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός θα πρέπει να πίνετε πολλά υγρά πριν και κατά τη διάρκεια της άσκησης και να μην υπερβαίνει η άσκηση της αντοχές της εγκύου. Επίσης η άσκηση δεν πρέπει να γίνεται σε θερμό και υγρό περιβάλλον.
Χαμηλή πίεση: Όταν η έγκυος είναι ξαπλωμένη το μωρό πιέζει τα μεγάλα αγγεία επηρεάζοντας την κυκλοφορία του αίματος και μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της
αρτηριακής πίεσης. Καλό θα είναι, για το λόγο αυτό, να περιορίζονται οι ασκήσεις σε ξαπλωμένη θέση ειδικά μετά την 16η εβδομάδα.
Τραυματισμοί: Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι αρθρώσεις και οι σύνδεσμοι γίνονται πιο χαλαροί, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ευλυγισία στα δάκτυλα, τους καρπούς, τους αγκώνες και τα πόδια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη πιθανότητα τραυματισμών στη διάρκεια της άσκησης. Για τον περιορισμό του κινδύνου απαιτείται σωστή προθέρμανση και αποφόρτιση και αποφυγή ξαφνικών αλλαγών κατεύθυνσης.
Υπογλυκαιμία: Η ζάχαρη αποτελεί πηγή ενέργειας για τη μητέρα και το μωρό και η άσκηση δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τα 45 λεπτά της ώρας, για την αποφυγή υπογλυκαιμίας. Σε περίπτωση διαβήτη κύησης θα πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα σακχάρου με προσοχή και να ακολουθείται το πρόγραμμα των γευμάτων που έχετε.
Διακοπή άσκησης: Σε κάθε περίπτωση εμφάνισης μη συνηθισμένων συμπτωμάτων η άσκηση θα πρέπει να διακόπτεται. Τέτοια συμπτώματα μπορεί αν είναι πονοκέφαλος, αδιαθεσία, ζάλη, δυσκολία αναπνοής, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, πόνος στην κοιλιά ή στην πύελο, οιδήματα στα πόδια, συσπάσεις στη μήτρα, ελάττωση των κινήσεων του εμβρύου, απώλεια υγρών από τον κόλπο και αιμορραγία.
Άσκηση μετά τον τοκετό: Μετά από μια εγκυμοσύνη και τοκετό χωρίς επιπλοκές μπορείτε να ξεκινήσετε ήπια άσκηση, όπως περπάτημα, αμέσως μετά τον τοκετό. Υπάρχουν επίσης ειδικές ασκήσεις που δυναμώνουν τους μύες του περινέου, ενώ σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζεται η παραγωγή γάλατος από τη μητέρα. Η άσκηση μετά τον τοκετό συμβάλει στη σωματική και ψυχική ευεξία, στην απώλεια βάρους και στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης.
Εάν βέβαια είχατε επιπλοκές στην εγκυμοσύνη ή τον τοκετό, τότε θα πρέπει να συζητήσετε με τον θεράποντα ιατρό για το πότε θα αρχίσετε τη σωματική άσκηση και σε ποια ένταση.
Εμβρυϊκές κινήσεις
Οι περισσότερες γυναίκες καταλαβαίνουν τις πρώτες κινήσεις του μωρού περίπου στην 16η με 20η εβδομάδα κυήσεως. Ωστόσο, όταν πρόκειται για την πρώτη εγκυμοσύνη τότε γίνονται αντιληπτές κατά κανόνα πιο αργά, μετά την 20η εβδομάδα. Αντίθετα όταν υπάρχει προηγούμενη κύηση, τότε οι πρώτες κινήσεις μπορεί να γίνουν αντιληπτές από την 16η εβδομάδα.
Όσο το μωρό μεγαλώνει, τόσο αλλάζει η συχνότητα και το είδος των κινήσεων. Συνήθως η μέγιστη δραστηριότητα παρατηρείται τις απογευματινές και βραδινές ώρες. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το έμβρυο κοιμάται στη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας για διαστήματα 20 – 40 λεπτών, τα οποία σπάνια μπορεί να διαρκέσουν έως 90 λεπτά. Στο διάστημα αυτό δεν υπάρχουν κινήσεις από το έμβρυο.
Οι κινήσεις του εμβρύου είναι ένας πολύ σημαντικός δείκτης της καλής κατάστασης του εμβρύου στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Δεν υπάρχει βέβαια ένας αριθμός κινήσεων στη διάρκεια της ημέρας που θεωρείται φυσιολογικός και μόνο η μείωση τον κινήσεων θεωρείται σημαντική.
Οι εμβρυικές κινήσεις δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές όταν η μητέρα είναι σε δραστηριότητα, καθώς και όταν ο πλακούντας βρίσκεται στο πρόσθιο τοίχωμα της μήτρας. Επιπλέον η θέση του εμβρύου μπορεί να καθορίσει το πώς γίνονται αντιληπτές οι κινήσεις, αφού για παράδειγμα όταν η πλάτη του εμβρύου είναι στο πρόσθιο τοίχωμα της μήτρας, τότε οι κινήσεις μπορεί να μην γίνονται καλά αντιληπτές.
Στην περίπτωση που δεν είστε βέβαιες για τις κινήσεις του εμβρύου μπορείτε να παραμείνετε ξαπλωμένη στο αριστερό πλάγιο για να παρακολουθήσετε τις κινήσεις στις επόμενες 2 ώρες.
Αίτια μειωμένων κινήσεων: Εκτός από τις προαναφερθέντες καταστάσεις όπου οι κινήσεις του εμβρύου γίνονται αντιληπτές ως μειωμένες, υπάρχει μια σειρά παραγόντων που μπορούν να μειώσουν τις κινήσεις του μωρού.
Η χρήση ορισμένων φαρμάκων, όπως ισχυρά παυσίπονα ή ηρεμιστικά μειώνουν τις εμβρυικές κινήσεις, καθώς περνούν στο αίμα του εμβρύου. Επίσης το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζουν τη δραστηριότητα του μωρού σας, όπως και η έντονη σωματική καταπόνηση ή εξάντληση της μητέρας.
Σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε κατάσταση επηρεάζει το νεογνό μπορεί να έχει ως συνέπεια τις μειωμένες κινήσεις και να αποτελέσει αυτό ένα πρώτο σημείο εμβρυικής δυσφορίας.
Μειωμένες εμβρυικές κινήσεις: Όταν αντιληφθείτε μείωση των εμβρυικών κινήσεων θα πρέπει να επικοινωνήσετε με τον θεράποντα ιατρό σας. Η αντιμετώπιση εξαρτάται από το ιστορικό και την ηλικία κυήσεως.
Πριν την 24η εβδομάδα: Αν δεν έχετε αντιληφθεί εμβρυικές κινήσεις μέχρι την 24η εβδομάδα θα πρέπει να γίνει ένας υπερηχογραφικός έλεγχος του εμβρύου, για την επιβεβαίωση καρδιακής λειτουργίας και του «καλώς έχειν».
24η – 28η εβδομάδα: Μετά από επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό θα πρέπει να γίνει έλεγχος για τη διαπίστωση καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου και εφόσον κριθεί αναγκαίο, περαιτέρω έλεγχος υπερηχογραφικά και με εργαστηριακές εξετάσεις.
Μετά την 28η εβδομάδα: Απαιτείται άμεση επικοινωνία με τον ιατρό σας και ακολούθως πλήρης έλεγχος της κατάστασης του εμβρύου. Συνήθως παρακολουθείται ο εμβρυικός καρδιακός ρυθμός για τουλάχιστον 20 λεπτά και εφόσον ο ρυθμός είναι καθησυχαστικός μπορείτε να επιστρέψετε σπίτι. Παράλληλα εκτιμάται το μέγεθος της μήτρας και η ύπαρξη παραγόντων κινδύνου και αναλόγως υπάρχει έλεγχος της ανάπτυξης του εμβρύου και του αμνιακού υγρού.
Τελειώνοντας αξίζει να σημειώσουμε ότι οι περισσότερες γυναίκες που αναφέρουν ένα επεισόδιο μειωμένων εμβρυικών κινήσεων θα έχουν μια καθόλα φυσιολογική εγκυμοσύνη και ένα υγιές μωρό.
Κύηση & ταξίδι με αεροπλάνο
Η περιστασιακή χρήση του αεροπλάνου ως μέσου μεταφοράς κατά την κύηση θεωρείται γενικά ασφαλής, καθώς πρόσφατες μελέτες δεν καταδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο για αρνητική έκβαση της κυήσεως μεταξύ των γυναικών αυτών. Οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες επιτρέπουν στις έγκυες να ταξιδεύουν μέχρι την 36η εβδομάδα της κυήσεως. Ορισμένες, βέβαια, απαγορεύουν στις έγκυες, αρκετά ενωρίτερα, να πετούν σε διεθνείς πτήσεις, ενώ κάποιες απαιτούν βεβαίωση μαιευτήρος-γυναικολόγου που να επιβεβαιώνει την ηλικία της κυήσεως και τη δυνατότητα συμμετοχής της συγκεκριμένης εγκύου σε αεροπορική πτήση.
Με βάση σύγχρονες εργασίες και συστάσεις διεθνών φορέων και επιστημονικών οργανώσεων επιτρέπεται το αεροπορικό ταξίδι έως και την 36η εβδομάδα σε έγκυες που φέρουν μονήρεις, ανεπίπλεκτες κυήσεις. Επί πολύδυμης κυήσεως, ή επί υπάρξεως παραγόντων κινδύνου για εκδήλωση πρόωρου τοκετού, που αποτελεί κύρια παράμετρο του θέματος που θίγεται, θα πρέπει να απαγορεύεται στις εγκύους να πετούν από την 32η εβδομάδα της κυήσεως. Περίπτωση κυήσεως μέλους πολιτικού ή στρατιωτικού προσωπικού αέρος θα πρέπει να γνωστοποιείται στην ανάλογη υπηρεσία άμεσα και να λαμβάνονται υπόψη οι αντίστοιχοι κανονισμοί, περιορισμοί και προβλέψεις.
Έγκυες που αντιμετωπίζουν ιατρικά ή μαιευτικά προβλήματα, τα οποία μπορεί να επιδεινωθούν κατά τη διάρκεια της πτήσης ή να χρειασθούν επείγουσα αντιμετώπιση, δεν πρέπει να ταξιδεύουν αεροπορικώς. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχει προηγηθεί ενημέρωση των εγκύων ότι τα περισσότερο κοινά επείγοντα μαιευτικά συμβάματα επισυμβαίνουν κατά το πρώτο και τρίτο τρίμηνο της κυήσεως.
Η αποφυγή τοκετού κατά την πτήση και σοβαρών μαιευτικών συμβαμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιμετώπισης του θέματος αεροπορικό ταξίδι και κύηση. Για την αποφυγή περίπτωσης τοκετού στο αεροπλάνο, έχουν ουσιαστικά θεσπιστεί τα προαναφερθέντα όρια ηλικίας κυήσεως όπου επιτρέπεται ή όχι το ταξίδι. Εάν πρόκειται για αρχόμενη κύηση, με ιστορικό αυτόματων αποβολών ή έκτοπης κυήσεως, κρίνεται σκόπιμος ενδελεχής υπερηχογραφικός έλεγχος προ του ταξιδιού από ειδικό μαιευτήρα-γυναικολόγο. Καταστάσεις που μπορούν να επιπλακούν και να οδηγήσουν σε επείγοντα προβλήματα κατά την πτήση είναι συνήθως η εκσεσημασμένη αναιμία, η πρόσφατη αιμορραγία, σοβαρά καρδιολογικά ή αναπνευστικά προβλήματα και πρόσφατα κατάγματα. Στις περιπτώσεις αυτές ο μαιευτήρας-γυναικολόγος πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά τη συμβουλευτική του πριν από ένα προγραμματιζόμενο αεροπορικό ταξίδι για την έγκυο.
Επίσης, κατά τον προγραμματισμό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια του ταξιδιού. Η παρατεταμένη ακινησία κατά τη διάρκεια της πτήσεως αποτελεί σχετικό παράγοντα κινδύνου για πρόκληση εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης. Είναι γενικά αποδεκτό ότι ένα πολύωρο αεροπορικό ταξίδι οδηγεί σε αύξηση κατά τρεις φορές της επίπτωσης θρομβοεμβολικών συμβαμάτων, με επιπρόσθετη άνοδο του σχετικού κινδύνου κατά 18% για κάθε δυο ώρες που προστίθενται στη διάρκεια της πτήσεως.
Προκειμένου να ελαττωθεί ο παραπάνω κίνδυνος, που κυρίως σχετίζεται με το ατομικό αναμνηστικό και τους ιδιαίτερους παράγοντες κάθε γυναίκας και πρέπει να αξιολογείται εξατομικευμένα, προτείνεται η υιοθέτηση διαφόρων προφυλακτικών μέτρων σε έγκυες που πρόκειται να ταξιδεύσουν σε πτήσεις μέσης ή μεγάλης αποστάσεως , με προβλεπόμενη διάρκεια άνω των τεσσάρων ωρών. Πιο συγκεκριμένα, μπορούν να εφαρμοσθούν ελαστικές κάλτσες, να αποφευχθεί η ένδυση με στενό ρουχισμό, να τονισθεί στην έγκυο η αξία της περιοδικής κίνησης, αλλαγής θέσεως των κάτω άκρων και λήψεως επαρκούς ποσότητας υγρών κατά τη διάρκεια της πτήσεως. Ως εκ τούτου, προτείνεται να λαμβάνει η έγκυος θέση διαδρόμου στο αεροπλάνο προκειμένου να διευκολύνεται η κινητικότητά της. Σε περιπτώσεις όπου προϋπάρχουν σαφείς παράγοντες κινδύνου για εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση (ατομικό ιστορικό προηγηθείσης φλεβοθρόμβωσης ή νοσογόνος παχυσαρκία), προφυλακτική αγωγή με χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη, θα μπορούσε να δοθεί κατά την ημέρα του ταξιδιού και για μικρό χρονικό διάστημα στη συνέχεια. Πάντοτε, τέτοια μέτρα προϋποθέτουν, βέβαια, ενδελεχή εξατομικευμένη ενημέρωση και συμβουλευτική κάθε εγκύου από ειδικό μαιευτήρα-γυναικολόγο που παρακολουθεί την εγκυμοσύνη.
Χρήσιμο είναι να γνωρίζει κάθε έγκυος πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της πτήσεως, που περιλαμβάνουν μεταβολές στην πίεση της καμπίνας, χαμηλά ποσοστά υγρασίας και πτώση της μερικής πίεσης οξυγόνου, σε συνδυασμό με τις φυσιολογικές αλλαγές που επιφέρει η κύηση, οδηγούν σε προσαρμογές, χαρακτηριζόμενες από αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης, με σημαντική συνοδό ελάττωση του αερόβιου μεταβολισμού.
Οι έγκυες γυναίκες απαιτείται να είναι συνεχώς προσδεδεμένες με τις ζώνες ασφαλείας κατά τη διάρκεια της πτήσεως, καθώς δεν μπορεί να προβλεφθεί, ορισμένες φορές, εγκαίρως η πιθανότητα σημαντικών αναταράξεων και επακόλουθου κινδύνου τραυματισμού. Οι ζώνες πρέπει να δένονται χαμηλά, μεταξύ της προεξέχουσας κοιλίας και της πυέλου. Επίσης, διάφορες προφυλάξεις μπορούν να διευκολύνουν το αεροπορικό ταξίδι για μια έγκυο. Θα πρέπει να αποφεύγονται τροφές και ποτά που προάγουν την παραγωγή αερίων, πριν από προγραμματισμένες πτήσεις, καθώς τα παγιδευμένα αέρια προκαλούν αυξημένη διάταση με την άνοδο του υψομέτρου. Επιπρόσθετα, προφυλακτική αντιεμετική αγωγή μπορεί να χορηγηθεί σε εγκύους με έντονη ναυτία.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες από εργασίες και συστάσεις οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ο θόρυβος, η δόνηση και η κοσμική ακτινοβολία φέρουν αμελητέο κίνδυνο για τους περιστασιακούς χρήστες αεροπορικών μέσων. Ακόμη και η πιο μακρινή υπερατλαντική πτήση εκθέτει τους επιβάτες σε όχι περισσότερο από 15% των ορίων που τίθενται για τις 40 εβδομάδες της κυήσεως. Επομένως, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο για έγκυες γυναίκες που ταξιδεύουν σπάνια με αεροπλάνο να εκτεθούν σε επικίνδυνα επίπεδα. Παρόλα αυτά, αεροσυνοδοί ή έγκυες που χρησιμοποιούν αεροπορικά μέσα συστηματικά μπορεί να ξεπεράσουν τα επιτρεπόμενα όρια. Για το λόγο αυτό οι διεθνείς επιτροπές συστήνουν ότι το προσωπικό αέρος πρέπει να είναι ενημερωμένο σχετικά με θέματα υγείας και έκθεσης στην ακτινοβολία, προκειμένου να προληφθεί επαγγελματική έκθεση εγκύων σε επικίνδυνα επίπεδα κοσμικής ακτινοβολίας. Τέλος, στοιχεία μελετών δεν καταδεικνύουν πρόσθετο κίνδυνο για την έγκυο ή το έμβρυο από χρήση μηχανημάτων ελέγχου επιβατών στα αεροδρόμια τα οποία χρησιμοποιούν ιονίζουσα ακτινοβολία, καθώς τα επίπεδα που εφαρμόζονται είναι χαμηλά.
Συμπερασματικά, υπό την προϋπόθεση ότι δεν συντρέχουν ιατρικά ή μαιευτικά ανησυχητικά ζητήματα, η περιστασιακή χρήση αεροπλάνου από έγκυες γυναίκες είναι ασφαλής. Πάντοτε πρέπει να ζητείται εξατομικευμένη συμβουλή από τον ειδικό μαιευτήρα-γυναικολόγο που παρακολουθεί την κύηση και να προηγείται του ταξιδιού επικοινωνία με την εκάστοτε αεροπορική εταιρεία προς διερεύνηση των ιδιαίτερων κανονισμών.
Με βάση σύγχρονες εργασίες και συστάσεις διεθνών φορέων και επιστημονικών οργανώσεων επιτρέπεται το αεροπορικό ταξίδι έως και την 36η εβδομάδα σε έγκυες που φέρουν μονήρεις, ανεπίπλεκτες κυήσεις. Επί πολύδυμης κυήσεως, ή επί υπάρξεως παραγόντων κινδύνου για εκδήλωση πρόωρου τοκετού, που αποτελεί κύρια παράμετρο του θέματος που θίγεται, θα πρέπει να απαγορεύεται στις εγκύους να πετούν από την 32η εβδομάδα της κυήσεως. Περίπτωση κυήσεως μέλους πολιτικού ή στρατιωτικού προσωπικού αέρος θα πρέπει να γνωστοποιείται στην ανάλογη υπηρεσία άμεσα και να λαμβάνονται υπόψη οι αντίστοιχοι κανονισμοί, περιορισμοί και προβλέψεις.
Έγκυες που αντιμετωπίζουν ιατρικά ή μαιευτικά προβλήματα, τα οποία μπορεί να επιδεινωθούν κατά τη διάρκεια της πτήσης ή να χρειασθούν επείγουσα αντιμετώπιση, δεν πρέπει να ταξιδεύουν αεροπορικώς. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχει προηγηθεί ενημέρωση των εγκύων ότι τα περισσότερο κοινά επείγοντα μαιευτικά συμβάματα επισυμβαίνουν κατά το πρώτο και τρίτο τρίμηνο της κυήσεως.
Η αποφυγή τοκετού κατά την πτήση και σοβαρών μαιευτικών συμβαμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιμετώπισης του θέματος αεροπορικό ταξίδι και κύηση. Για την αποφυγή περίπτωσης τοκετού στο αεροπλάνο, έχουν ουσιαστικά θεσπιστεί τα προαναφερθέντα όρια ηλικίας κυήσεως όπου επιτρέπεται ή όχι το ταξίδι. Εάν πρόκειται για αρχόμενη κύηση, με ιστορικό αυτόματων αποβολών ή έκτοπης κυήσεως, κρίνεται σκόπιμος ενδελεχής υπερηχογραφικός έλεγχος προ του ταξιδιού από ειδικό μαιευτήρα-γυναικολόγο. Καταστάσεις που μπορούν να επιπλακούν και να οδηγήσουν σε επείγοντα προβλήματα κατά την πτήση είναι συνήθως η εκσεσημασμένη αναιμία, η πρόσφατη αιμορραγία, σοβαρά καρδιολογικά ή αναπνευστικά προβλήματα και πρόσφατα κατάγματα. Στις περιπτώσεις αυτές ο μαιευτήρας-γυναικολόγος πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά τη συμβουλευτική του πριν από ένα προγραμματιζόμενο αεροπορικό ταξίδι για την έγκυο.
Επίσης, κατά τον προγραμματισμό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια του ταξιδιού. Η παρατεταμένη ακινησία κατά τη διάρκεια της πτήσεως αποτελεί σχετικό παράγοντα κινδύνου για πρόκληση εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης. Είναι γενικά αποδεκτό ότι ένα πολύωρο αεροπορικό ταξίδι οδηγεί σε αύξηση κατά τρεις φορές της επίπτωσης θρομβοεμβολικών συμβαμάτων, με επιπρόσθετη άνοδο του σχετικού κινδύνου κατά 18% για κάθε δυο ώρες που προστίθενται στη διάρκεια της πτήσεως.
Προκειμένου να ελαττωθεί ο παραπάνω κίνδυνος, που κυρίως σχετίζεται με το ατομικό αναμνηστικό και τους ιδιαίτερους παράγοντες κάθε γυναίκας και πρέπει να αξιολογείται εξατομικευμένα, προτείνεται η υιοθέτηση διαφόρων προφυλακτικών μέτρων σε έγκυες που πρόκειται να ταξιδεύσουν σε πτήσεις μέσης ή μεγάλης αποστάσεως , με προβλεπόμενη διάρκεια άνω των τεσσάρων ωρών. Πιο συγκεκριμένα, μπορούν να εφαρμοσθούν ελαστικές κάλτσες, να αποφευχθεί η ένδυση με στενό ρουχισμό, να τονισθεί στην έγκυο η αξία της περιοδικής κίνησης, αλλαγής θέσεως των κάτω άκρων και λήψεως επαρκούς ποσότητας υγρών κατά τη διάρκεια της πτήσεως. Ως εκ τούτου, προτείνεται να λαμβάνει η έγκυος θέση διαδρόμου στο αεροπλάνο προκειμένου να διευκολύνεται η κινητικότητά της. Σε περιπτώσεις όπου προϋπάρχουν σαφείς παράγοντες κινδύνου για εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση (ατομικό ιστορικό προηγηθείσης φλεβοθρόμβωσης ή νοσογόνος παχυσαρκία), προφυλακτική αγωγή με χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη, θα μπορούσε να δοθεί κατά την ημέρα του ταξιδιού και για μικρό χρονικό διάστημα στη συνέχεια. Πάντοτε, τέτοια μέτρα προϋποθέτουν, βέβαια, ενδελεχή εξατομικευμένη ενημέρωση και συμβουλευτική κάθε εγκύου από ειδικό μαιευτήρα-γυναικολόγο που παρακολουθεί την εγκυμοσύνη.
Χρήσιμο είναι να γνωρίζει κάθε έγκυος πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της πτήσεως, που περιλαμβάνουν μεταβολές στην πίεση της καμπίνας, χαμηλά ποσοστά υγρασίας και πτώση της μερικής πίεσης οξυγόνου, σε συνδυασμό με τις φυσιολογικές αλλαγές που επιφέρει η κύηση, οδηγούν σε προσαρμογές, χαρακτηριζόμενες από αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης, με σημαντική συνοδό ελάττωση του αερόβιου μεταβολισμού.
Οι έγκυες γυναίκες απαιτείται να είναι συνεχώς προσδεδεμένες με τις ζώνες ασφαλείας κατά τη διάρκεια της πτήσεως, καθώς δεν μπορεί να προβλεφθεί, ορισμένες φορές, εγκαίρως η πιθανότητα σημαντικών αναταράξεων και επακόλουθου κινδύνου τραυματισμού. Οι ζώνες πρέπει να δένονται χαμηλά, μεταξύ της προεξέχουσας κοιλίας και της πυέλου. Επίσης, διάφορες προφυλάξεις μπορούν να διευκολύνουν το αεροπορικό ταξίδι για μια έγκυο. Θα πρέπει να αποφεύγονται τροφές και ποτά που προάγουν την παραγωγή αερίων, πριν από προγραμματισμένες πτήσεις, καθώς τα παγιδευμένα αέρια προκαλούν αυξημένη διάταση με την άνοδο του υψομέτρου. Επιπρόσθετα, προφυλακτική αντιεμετική αγωγή μπορεί να χορηγηθεί σε εγκύους με έντονη ναυτία.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες από εργασίες και συστάσεις οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ο θόρυβος, η δόνηση και η κοσμική ακτινοβολία φέρουν αμελητέο κίνδυνο για τους περιστασιακούς χρήστες αεροπορικών μέσων. Ακόμη και η πιο μακρινή υπερατλαντική πτήση εκθέτει τους επιβάτες σε όχι περισσότερο από 15% των ορίων που τίθενται για τις 40 εβδομάδες της κυήσεως. Επομένως, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο για έγκυες γυναίκες που ταξιδεύουν σπάνια με αεροπλάνο να εκτεθούν σε επικίνδυνα επίπεδα. Παρόλα αυτά, αεροσυνοδοί ή έγκυες που χρησιμοποιούν αεροπορικά μέσα συστηματικά μπορεί να ξεπεράσουν τα επιτρεπόμενα όρια. Για το λόγο αυτό οι διεθνείς επιτροπές συστήνουν ότι το προσωπικό αέρος πρέπει να είναι ενημερωμένο σχετικά με θέματα υγείας και έκθεσης στην ακτινοβολία, προκειμένου να προληφθεί επαγγελματική έκθεση εγκύων σε επικίνδυνα επίπεδα κοσμικής ακτινοβολίας. Τέλος, στοιχεία μελετών δεν καταδεικνύουν πρόσθετο κίνδυνο για την έγκυο ή το έμβρυο από χρήση μηχανημάτων ελέγχου επιβατών στα αεροδρόμια τα οποία χρησιμοποιούν ιονίζουσα ακτινοβολία, καθώς τα επίπεδα που εφαρμόζονται είναι χαμηλά.
Συμπερασματικά, υπό την προϋπόθεση ότι δεν συντρέχουν ιατρικά ή μαιευτικά ανησυχητικά ζητήματα, η περιστασιακή χρήση αεροπλάνου από έγκυες γυναίκες είναι ασφαλής. Πάντοτε πρέπει να ζητείται εξατομικευμένη συμβουλή από τον ειδικό μαιευτήρα-γυναικολόγο που παρακολουθεί την κύηση και να προηγείται του ταξιδιού επικοινωνία με την εκάστοτε αεροπορική εταιρεία προς διερεύνηση των ιδιαίτερων κανονισμών.
Κολπική αιμόρροια & πόνος σε αρχόμενη εγκυμοσύνη
Η εμφάνιση αιμόρροιας από τον κόλπο είναι συχνό σύμπτωμα σε αρχόμενη εγκυμοσύνη και δε σημαίνει ότι υπάρχει πάντοτε κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Ωστόσο, η κολπική αιμόρροια μπορεί να αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι επερχόμενης αποβολής. Βέβαια, εάν οι εξετάσεις – κλινικές και εργαστηριακές – αποβούν φυσιολογικές, χωρίς την ανάδειξη σαφούς αιτίας για την αιμορραγία, τότε δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας.
Τόσο η έκτοπη κύηση (εξωμήτριος κύηση), όσο και η μύλη κύηση μπορούν να προκαλέσουν αιμόρροια και πόνο χαμηλά υπερηβικά, ωστόσο πρόκειται για πολύ σπανιότερες καταστάσεις. Η εξωμήτριος αποτελεί την ανάπτυξη κυήσεως εκτός της κοιλότητας της μήτρας (συνηθέστερα στη σάλπιγγα), ενώ η μύλη κύηση είναι ακόμη πιο σπάνια οντότητα κατά την οποία η ανάπτυξη του πλακούντα είναι παθολογική.
Γενικότερα, σε κάθε περίπτωση αιμόρροιας από τον κόλπο, αισθήματος πόνου χαμηλά στην κοιλιά ή απότομης διακοπής των συμπτωμάτων της κυήσεως ( όπως ναυτίας ή τάσης στους μαστούς) θα πρέπει η έγκυος να αναζητήσει κατάλληλη ιατρική συμβουλή και βοήθεια.
Βασική παράμετρος της όλης διερεύνησης σε κάθε περίπτωση προσέλευσης της εγκύου κατά τις πρώτες εβδομάδες κυήσεως με την ανωτέρω συμπτωματολογία είναι η ολοκληρωμένη λήψη του ιστορικού από το γιατρό. Ο προσδιορισμός της ημερομηνίας της τελευταίας εμμήνου ρύσεως, η ανάλυση των συμπτωμάτων και του ιατρικού ιστορικού της γυναίκας παίζουν βασικό ρόλο. Η γυναικολογική εξέταση, με χρήση κολποδιαστολέα – όπως κατά τη δοκιμασία κατά Παπανικολάου – μπορεί μέσω της επισκόπησης του τραχήλου και του κόλπου να καταδείξει κάποια πιθανή εστία της αιμορραγίας. Η εξέταση αυτή είναι ασφαλής και δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία αποβολής.
Συμπληρωματικά της κλινικής εξέτασης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαιτηθούν εργαστηριακές εξετάσεις, όπως λήψη δείγματος ούρων ή αίματος για προσδιορισμό επιπέδων της β-χοριακής γοναδοτροπίνης (δοκιμασία κυήσεως), προκειμένου να επιβεβαιωθεί ή όχι η εγκυμοσύνη και η ομαλή εξέλιξή της. Επιπρόσθετα, σε κάθε περίπτωση αιμόρροιας κατά την κύηση εξετάζεται η ομάδα αίματος και το Rhesus της εγκύου. Σε περίπτωση κατά την οποία το Rhesus είναι αρνητικό, χορηγείται αντι – D – γ σφαιρίνη ενδομυϊκώς στην έγκυο προκειμένου να προστατευθούν μελλοντικές κυήσεις από εκδήλωση αιμολυτικής νόσου λόγω ενδεχόμενης Rhesus ευαισθητοποίησης.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η κλινική και εργαστηριακή προσέγγιση, συμπληρώνεται από απεικονιστικές μεθόδους που βοηθούν σημαντικά στη διάγνωση. Έτσι, εφαρμόζεται – ευρέως – διακολπικός υπερηχογραφικός έλεγχος επί κολπικής αιμόρροιας ή πόνου χαμηλά στην κοιλιά κατά την αρχή της κύησης. Η κεφαλή του υπερήχου εισάγεται με ήπιους χειρισμούς στον κόλπο. Πρόκειται για μια ασφαλή εξέταση που δεν προσθέτει ρίσκο αποβολής του κυήματος. Εναλλακτικά, μπορεί να πραγματοποιηθεί διακοιλιακό υπερηχογράφημα ή να απαιτηθεί συνδυασμός των δυο μεθόδων προς εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Επανέλεγχος με επανάληψη του υπερηχογραφήματος μπορεί να χρειασθεί μετά από 7 – 10 ημέρες εάν η κύηση είναι πολύ μικρή ή δεν κατέστη δυνατή η απεικόνισή της παρά τα αυξημένα επίπεδα της β-χοριακής γοναδοτροπίνης.
Ιατρικοί όροι που χρησιμοποιούνται προκειμένου να περιγράψουν συνήθεις καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από κολπική αιμόρροια και πόνο, σε αρχόμενο στάδιο της εγκυμοσύνης είναι οι ακόλουθοι:
Τόσο η έκτοπη κύηση (εξωμήτριος κύηση), όσο και η μύλη κύηση μπορούν να προκαλέσουν αιμόρροια και πόνο χαμηλά υπερηβικά, ωστόσο πρόκειται για πολύ σπανιότερες καταστάσεις. Η εξωμήτριος αποτελεί την ανάπτυξη κυήσεως εκτός της κοιλότητας της μήτρας (συνηθέστερα στη σάλπιγγα), ενώ η μύλη κύηση είναι ακόμη πιο σπάνια οντότητα κατά την οποία η ανάπτυξη του πλακούντα είναι παθολογική.
Γενικότερα, σε κάθε περίπτωση αιμόρροιας από τον κόλπο, αισθήματος πόνου χαμηλά στην κοιλιά ή απότομης διακοπής των συμπτωμάτων της κυήσεως ( όπως ναυτίας ή τάσης στους μαστούς) θα πρέπει η έγκυος να αναζητήσει κατάλληλη ιατρική συμβουλή και βοήθεια.
Βασική παράμετρος της όλης διερεύνησης σε κάθε περίπτωση προσέλευσης της εγκύου κατά τις πρώτες εβδομάδες κυήσεως με την ανωτέρω συμπτωματολογία είναι η ολοκληρωμένη λήψη του ιστορικού από το γιατρό. Ο προσδιορισμός της ημερομηνίας της τελευταίας εμμήνου ρύσεως, η ανάλυση των συμπτωμάτων και του ιατρικού ιστορικού της γυναίκας παίζουν βασικό ρόλο. Η γυναικολογική εξέταση, με χρήση κολποδιαστολέα – όπως κατά τη δοκιμασία κατά Παπανικολάου – μπορεί μέσω της επισκόπησης του τραχήλου και του κόλπου να καταδείξει κάποια πιθανή εστία της αιμορραγίας. Η εξέταση αυτή είναι ασφαλής και δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία αποβολής.
Συμπληρωματικά της κλινικής εξέτασης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαιτηθούν εργαστηριακές εξετάσεις, όπως λήψη δείγματος ούρων ή αίματος για προσδιορισμό επιπέδων της β-χοριακής γοναδοτροπίνης (δοκιμασία κυήσεως), προκειμένου να επιβεβαιωθεί ή όχι η εγκυμοσύνη και η ομαλή εξέλιξή της. Επιπρόσθετα, σε κάθε περίπτωση αιμόρροιας κατά την κύηση εξετάζεται η ομάδα αίματος και το Rhesus της εγκύου. Σε περίπτωση κατά την οποία το Rhesus είναι αρνητικό, χορηγείται αντι – D – γ σφαιρίνη ενδομυϊκώς στην έγκυο προκειμένου να προστατευθούν μελλοντικές κυήσεις από εκδήλωση αιμολυτικής νόσου λόγω ενδεχόμενης Rhesus ευαισθητοποίησης.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η κλινική και εργαστηριακή προσέγγιση, συμπληρώνεται από απεικονιστικές μεθόδους που βοηθούν σημαντικά στη διάγνωση. Έτσι, εφαρμόζεται – ευρέως – διακολπικός υπερηχογραφικός έλεγχος επί κολπικής αιμόρροιας ή πόνου χαμηλά στην κοιλιά κατά την αρχή της κύησης. Η κεφαλή του υπερήχου εισάγεται με ήπιους χειρισμούς στον κόλπο. Πρόκειται για μια ασφαλή εξέταση που δεν προσθέτει ρίσκο αποβολής του κυήματος. Εναλλακτικά, μπορεί να πραγματοποιηθεί διακοιλιακό υπερηχογράφημα ή να απαιτηθεί συνδυασμός των δυο μεθόδων προς εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Επανέλεγχος με επανάληψη του υπερηχογραφήματος μπορεί να χρειασθεί μετά από 7 – 10 ημέρες εάν η κύηση είναι πολύ μικρή ή δεν κατέστη δυνατή η απεικόνισή της παρά τα αυξημένα επίπεδα της β-χοριακής γοναδοτροπίνης.
Ιατρικοί όροι που χρησιμοποιούνται προκειμένου να περιγράψουν συνήθεις καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από κολπική αιμόρροια και πόνο, σε αρχόμενο στάδιο της εγκυμοσύνης είναι οι ακόλουθοι:
- Επαπειλούμενη αποβολή (ή επαπειλούμενη έκτρωση): περιγράφει την αιμόρροια από τον κόλπο και το άλγος χαμηλά υπερηβικά σε μια κύηση που συνεχίζεται επί του παρόντος κανονικά.
- Ατελής αποβολή: η αποβολή έχει ξεκινήσει, ωστόσο παραμένουν ακόμη στοιχεία της κυήσεως εντός της κοιλότητας της μήτρας.
- Τελεία αποβολή: τα στοιχεία της κυήσεως έχουν στο σύνολό τους αποβληθεί, χωρίς ιατρική παρέμβαση, και η κοιλότητα της μήτρας είναι κενή περιεχομένου.
- Παλίνδρομος κύηση: η κύηση δεν εξελίσσεται, αλλά τα στοιχεία της παραμένουν εντός της κοιλότητας της μήτρας. Οι καρδιακοί παλμοί του εμβρύου είναι απόντες, ενώ η ανάπτυξή του έχει σταματήσει καθώς οι υπερηχογραφικές μετρήσεις δεν αντιστοιχούν με την ηλικία της κυήσεως βάση της ημερομηνίας της τελευταίας εμμήνου ρύσεως. Πρόκειται για διάγνωση που τίθεται υπερηχογραφικά.
Πρόκληση τοκετού
Πρόκληση τοκετού ονομάζεται κάθε προσπάθεια έναρξης τοκετού με τεχνητό τρόπο. Υπολογίζεται ότι περίπου το 1/5 των εγκύων θα χρειασθεί να υποβληθούν σε πρόκληση τοκετού.
Πότε πρέπει να γίνεται πρόκληση τοκετού;
Οι πιο συχνές αιτίες πραγματοποίησης πρόκλησης τοκετού είναι:
Κίνδυνοι – Στοιχεία που πρέπει να γνωρίζετε:
Τι συμβαίνει στην πρόκληση τοκετού;
Στην πρόκληση τοκετού χορηγούνται φάρμακα τα οποία μιμούνται τις φυσικές ορμόνες που ενεργοποιούν τον τοκετό. Τα φάρμακα αυτά είναι η ωκυτοκίνη και οι προσταγλανδίνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί και τεχνητή ρήξη υμένων (σπάσιμο νερών), μόνη ή σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή.
Ωκυτοκίνη
Είναι μια φυσική ορμόνη η οποία προκαλεί συσπάσεις της μήτρας. Σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν αυτόματες συστολές της μήτρας χορηγείται ενδοφλέβια (μέσω ορού) ωκυτοκίνη. Η δόση της ωκυτοκίνης μπορεί να αυξηθεί μέχρι την έναρξη επαρκών συστολών και στη συνέχεια μπορεί να συνεχισθεί για να διατηρηθούν συσπάσεις κανονικού ρυθμού και έντασης. Η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει πολλές ώρες και θα πρέπει συνεχώς να υπάρχει παρακολούθηση του εμβρύου με καρδιοτοκογράφο.
Κίνδυνοι και στοιχεία που πρέπει να γνωρίζετε:
Προσταγλανδίνες
Οι προσταγλανδίνες είναι ορμόνες που προετοιμάζουν τον οργανισμό για τον τοκετό και χρησιμοποιούνται για την πρόκληση τοκετού. Τοποθετούνται στον κόλπο με τη μορφή ταμπλέτας, συστήματος ενδοκολπικής χορήγησης ή γέλης (gel) και η δράση τους διαρκεί για 12 – 24 ώρες. Μετά την τοποθέτηση στον κόλπο η έγκυος κινητοποιείται, αλλά παραμένει στο νοσοκομείο. Αν χρησιμοποιείται ταμπλέτα ή γέλη μπορεί να χρειασθεί να επανατοποθετηθεί. Οι προσταγλανδίνες επιδρούν στον τράχηλο της μήτρας, τον οποίο μαλακώνουν και ανοίγουν και έτσι προετοιμάζεται το σώμα για τοκετό. Όταν υπάρξουν αυτές οι αλλαγές και ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να γίνει τεχνητή ρήξη υμένων ή και χορήγηση ωκυτοκίνης, αν δεν υπάρχει ικανοποιητική πρόοδος.
Κίνδυνοι και στοιχεία που πρέπει να γνωρίζετε:
Τεχνητή ρήξη υμένων (σπάσιμο νερών)
Σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να είναι αρκετό μόνο το τεχνητό «σπάσιμο των νερών» για την έναρξη του τοκετού. Αυτό πραγματοποιείται από τον κόλπο με τη βοήθεια ενός μικρού εργαλείου. Βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις θα χρειασθεί και χορήγηση ωκυτοκίνης για την πρόοδο και ολοκλήρωση του τοκετού.
Τι γίνεται αν δεν πετύχει η πρόκληση τοκετού;
Αν η πρόκληση δεν οδηγήσει στην έναρξη του τοκετού, τότε ο Μαιευτήρας θα πρέπει να αξιολογήσει την κατάσταση του εμβρύου και τα ευρήματα από την κολπική εξέταση. Μετά από ενημέρωση της εγκύου θα ακολουθήσει είτε νέα προσπάθεια πρόκλησης τοκετού, είτε Καισαρική Τομή.
Πότε πρέπει να γίνεται πρόκληση τοκετού;
Οι πιο συχνές αιτίες πραγματοποίησης πρόκλησης τοκετού είναι:
- Συμπλήρωση της 41ης εβδομάδας κύησης (παράταση κύησης).
- «Τα νερά έχουν σπάσει» για αρκετές ώρες, χωρίς να υπάρχουν όμως ωδίνες της μήτρας (συσπάσεις) ή άλλα σημεία που δείχνουν έναρξη τοκετού. Η πρόκληση πραγματοποιείται στην περίπτωση αυτή όταν συμπληρωθούν 24 ώρες από το «σπάσιμο των νερών» και έχει συμπληρωθεί η 34η εβδομάδα κύησης.
- Η έγκυος έχει παθήσεις που επιβάλουν την επίσπευση του τοκετού, όπως διαβήτης ή υψηλή αρτηριακή πίεση.
- Υπάρχουν ενδείξεις εμβρυικής δυσφορίας που επιβάλλουν τον τοκετό.
Κίνδυνοι – Στοιχεία που πρέπει να γνωρίζετε:
- Πρόκληση τοκετού για λόγους εκτός της παράτασης κύησης μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα Καισαρικής Τομής.
- Γυναίκες που ακολουθούν πρόκληση τοκετού έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν αυξημένη απώλεια αίματος μετά τον τοκετό.
- Η πρόκληση τοκετού μπορεί να διαρκέσει και πάνω από μια ημέρα.
Τι συμβαίνει στην πρόκληση τοκετού;
Στην πρόκληση τοκετού χορηγούνται φάρμακα τα οποία μιμούνται τις φυσικές ορμόνες που ενεργοποιούν τον τοκετό. Τα φάρμακα αυτά είναι η ωκυτοκίνη και οι προσταγλανδίνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί και τεχνητή ρήξη υμένων (σπάσιμο νερών), μόνη ή σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή.
Ωκυτοκίνη
Είναι μια φυσική ορμόνη η οποία προκαλεί συσπάσεις της μήτρας. Σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν αυτόματες συστολές της μήτρας χορηγείται ενδοφλέβια (μέσω ορού) ωκυτοκίνη. Η δόση της ωκυτοκίνης μπορεί να αυξηθεί μέχρι την έναρξη επαρκών συστολών και στη συνέχεια μπορεί να συνεχισθεί για να διατηρηθούν συσπάσεις κανονικού ρυθμού και έντασης. Η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει πολλές ώρες και θα πρέπει συνεχώς να υπάρχει παρακολούθηση του εμβρύου με καρδιοτοκογράφο.
Κίνδυνοι και στοιχεία που πρέπει να γνωρίζετε:
- Υπάρχει περιορισμός της κινητικότητας της εγκύου, καθώς η χορήγηση γίνεται με ενδοφλέβιο καθετήρα (ορό) και παράλληλα είναι τοποθετημένος και ο καρδιοτοκογράφος. Η έγκυος είναι δυνατό να κινείται στο κρεβάτι και να σηκώνεται σε
όρθια ή καθιστή θέση, αλλά δεν μπορεί να μετακινείται εκτός δωματίου ή να κάνει μπάνιο. - Σπάνια η ωκυτοκίνη μπορεί να προκαλέσει υπερβολικές συστολές και να επηρεάσει τους παλμούς του εμβρύου. Αν συμβεί αυτό η έγκυος τοποθετείται στο αριστερό πλάγιο, μειώνεται ή διακόπτεται άμεσα η χορήγηση ωκυτοκίνης και μπορεί να δοθεί και άλλο φάρμακο για να σταματήσει η δράση της ωκυτοκίνης.
Προσταγλανδίνες
Οι προσταγλανδίνες είναι ορμόνες που προετοιμάζουν τον οργανισμό για τον τοκετό και χρησιμοποιούνται για την πρόκληση τοκετού. Τοποθετούνται στον κόλπο με τη μορφή ταμπλέτας, συστήματος ενδοκολπικής χορήγησης ή γέλης (gel) και η δράση τους διαρκεί για 12 – 24 ώρες. Μετά την τοποθέτηση στον κόλπο η έγκυος κινητοποιείται, αλλά παραμένει στο νοσοκομείο. Αν χρησιμοποιείται ταμπλέτα ή γέλη μπορεί να χρειασθεί να επανατοποθετηθεί. Οι προσταγλανδίνες επιδρούν στον τράχηλο της μήτρας, τον οποίο μαλακώνουν και ανοίγουν και έτσι προετοιμάζεται το σώμα για τοκετό. Όταν υπάρξουν αυτές οι αλλαγές και ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να γίνει τεχνητή ρήξη υμένων ή και χορήγηση ωκυτοκίνης, αν δεν υπάρχει ικανοποιητική πρόοδος.
Κίνδυνοι και στοιχεία που πρέπει να γνωρίζετε:
- Οι προσταγλανδίνες μερικές φορές μπορεί να προκαλέσουν κολπικό ερεθισμό, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί ότι ο τοκετός γίνεται περισσότερο επώδυνος.
- Ένας μικρός αριθμός γυναικών είναι πιθανό να παρουσιάσουν αντιδράσεις όπως ναυτία, έμετο ή διάρροια.
- Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκληθούν έντονες συσπάσεις της μήτρας και να χρειασθεί η έγκυος να γυρίσει στο αριστερό πλάγιο, να χορηγηθεί κάποιο φάρμακο για να χαλαρώσει η μήτρα και αν είναι δυνατό να αφαιρεθεί το σκεύασμα.
Τεχνητή ρήξη υμένων (σπάσιμο νερών)
Σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να είναι αρκετό μόνο το τεχνητό «σπάσιμο των νερών» για την έναρξη του τοκετού. Αυτό πραγματοποιείται από τον κόλπο με τη βοήθεια ενός μικρού εργαλείου. Βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις θα χρειασθεί και χορήγηση ωκυτοκίνης για την πρόοδο και ολοκλήρωση του τοκετού.
Τι γίνεται αν δεν πετύχει η πρόκληση τοκετού;
Αν η πρόκληση δεν οδηγήσει στην έναρξη του τοκετού, τότε ο Μαιευτήρας θα πρέπει να αξιολογήσει την κατάσταση του εμβρύου και τα ευρήματα από την κολπική εξέταση. Μετά από ενημέρωση της εγκύου θα ακολουθήσει είτε νέα προσπάθεια πρόκλησης τοκετού, είτε Καισαρική Τομή.
Κυστική ίνωση
Η κυστική ίνωση είναι μια κληρονομική νόσος η οποία προκαλείται από μεταλλάξεις σε ένα συγκεκριμένο ζευγάρι γονιδίων. Αποτελεί την πιο συχνή κληρονομική θανατηφόρο νόσο στη Λευκή φυλή στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Συχνότητα
Η συχνότητα της νόσου είναι περίπου 1/2.000 παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα, ιδιαίτερα λόγω της έλλειψης συστηματικού ελέγχου, γεννιούνται κάθε χρόνο περίπου 40 πάσχοντα παιδιά. Είναι το 2ο σε συχνότητα γενετικό νόσημα, μετά την Μεσογειακή Αναιμία, με το 4-5% του πληθυσμού να είναι φορείς κάποιας μετάλλαξης του γονιδίου της κυστικής ίνωσης.
ΚληρονομικότηταΗ Κυστική Ίνωση κληρονομείται με τρόπο παρόμοιο με αυτό της Μεσογειακής Αναιμίας.
Κλινική εικόνα – Αντιμετώπιση
Η διάγνωση στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται στην παιδική ηλικία. Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η παραγωγή παχύρευστων εκκρίσεων στο αναπνευστικό και γαστρεντερικό σύστημα, οι οποίες οδηγούν σε σταδιακή καταστροφή των οργάνων σε αυτά τα συστήματα (πνεύμονες, πάγκρεας, κτλ.). Τα κύρια συμπτώματα που παρουσιάζουν οι άνθρωποι με κυστική ίνωση είναι:
Οι εκδηλώσεις της νόσου παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια και διαφορετική βαρύτητα. Παρά τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση της νόσου, τα άτομα που πάσχουν παρουσιάζουν σημαντικά μικρότερο χρόνο ζωής και μεγάλη νοσηρότητα. Η εξέλιξη της νόσου είναι σταδιακή και επηρεάζει πολλά συστήματα του οργανισμού, με κύρια επίπτωση στους πνεύμονες και το πάγκρεας. Η μέση επιβίωση υπολογίζεται στα 35 έτη, ενώ στις πολύ ήπιες μορφές της νόσου μπορεί η επιβίωση να φθάσει μέχρι τα 60 έτη.
Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει την τακτική φυσιοθεραπεία για να βοηθήσει στην απομάκρυνση της βλέννας από τους πνεύμονες, καθώς και τη χορήγηση αντιβιοτικών για την καταπολέμηση των ιδιαίτερα συχνών λοιμώξεων. Επιπλέον χορηγούνται συμπληρώματα ένζυμων για τη βελτίωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού συστήματος.
Γονίδιο Κυστικής ΊνωσηςΤο γονίδιο της κυστική ίνωσης είναι υπεύθυνο για την παραγωγή μια πρωτεΐνης, της CFTR (cystic fibrosis transmembrane conductance regulator), η οποία ελέγχει τη ροή του άλατος μέσα και έξω από τα κύτταρα που επενδύουν τους πνεύμονες και το πεπτικό σύστημα. Στην κυστική ίνωση η πρωτεΐνη CFTR δεν λειτουργεί σωστά και οι βλέννες έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι και ελάχιστη ποσότητα νερού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εκκρίσεις των αεραγωγών να είναι κολλώδης και να μην απομακρύνονται εύκολα, οδηγώντας σε συχνές μολύνσεις. Επίσης λόγω της
αυξημένης περιεκτικότητας του ιδρώτα σε αλάτι, ο ιδρώτας αυτών των ατόμων είναι υπερβολικά αλμυρός.
Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο της κυστικής ίνωσης είναι πάνω από 1.500 και παρουσιάζονται με διαφορετική συχνότητα στους διάφορους πληθυσμούς. Ειδικά για τον Ελληνικό πληθυσμό υπάρχουν περίπου 15 μεταλλάξεις, οι οποίες ευθύνονται για την συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που εμφανίζονται σε Έλληνες ασθενείς.
Έλεγχος μεταλλάξεων
Οι μεταλλάξεις του γονιδίου μπορούν να διαγνωσθούν με τον μοριακό γενετικό έλεγχο για κυστική ίνωση. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζονται οι περιπτώσεις όπου οι δυο γονείς είναι φορείς και ακολουθεί η κατάλληλη συμβουλευτική του ζευγαριού.
Ο μοριακός γενετικός έλεγχος συνίσταται και πρέπει να προσφέρεται ως επιλογή στον προγεννητικό έλεγχο, μετά την ολοκληρωμένη ενημέρωση του ζευγαριού για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της εξέτασης.
Επίσης συστήνεται ο μοριακός έλεγχος σε περιπτώσεις με οικογενειακό ιστορικό της νόσου και όταν ο ένας γονέας έχει βρεθεί φορέας της νόσου. Ακόμη μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά περίπτωση στα πλαίσια προετοιμασίας για εξωσωματική γονιμοποίηση και σε διερεύνηση ανδρικής υπογονιμότητας.
Προγεννητικός μοριακός έλεγχος για κυστική ίνωση συνίσταται όταν και οι δυο γονείς είναι φορείς μεταλλάξεων που μπορεί να οδηγήσουν σε πάσχον παιδί. Επίσης σε ανεύρεση υπερηχογενούς εντέρου συνίσταται προγεννητικός έλεγχος, αφού προηγηθεί έλεγχος των γονέων, καθώς το εύρημα αυτό σχετίζεται με 3% πιθανότητα το έμβρυο να πάσχει από κυστική ίνωση.
Συχνότητα
Η συχνότητα της νόσου είναι περίπου 1/2.000 παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα, ιδιαίτερα λόγω της έλλειψης συστηματικού ελέγχου, γεννιούνται κάθε χρόνο περίπου 40 πάσχοντα παιδιά. Είναι το 2ο σε συχνότητα γενετικό νόσημα, μετά την Μεσογειακή Αναιμία, με το 4-5% του πληθυσμού να είναι φορείς κάποιας μετάλλαξης του γονιδίου της κυστικής ίνωσης.
ΚληρονομικότηταΗ Κυστική Ίνωση κληρονομείται με τρόπο παρόμοιο με αυτό της Μεσογειακής Αναιμίας.
- Όταν και οι 2 γονείς είναι φορείς μιας συγκεκριμένης μετάλλαξης, τότε υπάρχουν οι εξής πιθανότητες για το παιδί:
- 25% να πάσχει από κυστική ίνωση
- 50% να είναι φορέας του γονιδίου, χωρίς επιπτώσεις
- 25% να είναι φυσιολογικό
- Όταν μόνο ο 1 γονέας είναι φορέας του γονιδίου, τότε υπάρχει πιθανότητα
- 50% να είναι φορέας του γονιδίου χωρίς επιπτώσεις
- 50% να είναι φυσιολογικό
Κλινική εικόνα – Αντιμετώπιση
Η διάγνωση στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται στην παιδική ηλικία. Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η παραγωγή παχύρευστων εκκρίσεων στο αναπνευστικό και γαστρεντερικό σύστημα, οι οποίες οδηγούν σε σταδιακή καταστροφή των οργάνων σε αυτά τα συστήματα (πνεύμονες, πάγκρεας, κτλ.). Τα κύρια συμπτώματα που παρουσιάζουν οι άνθρωποι με κυστική ίνωση είναι:
- Επίμονος βήχας
- Δύσπνοια
- Λοιμώξεις του αναπνευστικού
- Περιορισμένη ανάπτυξη
- Σακχαρώδης Διαβήτης
- Ηπατικά προβλήματα
- Οστεοπόρωση
Οι εκδηλώσεις της νόσου παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια και διαφορετική βαρύτητα. Παρά τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση της νόσου, τα άτομα που πάσχουν παρουσιάζουν σημαντικά μικρότερο χρόνο ζωής και μεγάλη νοσηρότητα. Η εξέλιξη της νόσου είναι σταδιακή και επηρεάζει πολλά συστήματα του οργανισμού, με κύρια επίπτωση στους πνεύμονες και το πάγκρεας. Η μέση επιβίωση υπολογίζεται στα 35 έτη, ενώ στις πολύ ήπιες μορφές της νόσου μπορεί η επιβίωση να φθάσει μέχρι τα 60 έτη.
Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει την τακτική φυσιοθεραπεία για να βοηθήσει στην απομάκρυνση της βλέννας από τους πνεύμονες, καθώς και τη χορήγηση αντιβιοτικών για την καταπολέμηση των ιδιαίτερα συχνών λοιμώξεων. Επιπλέον χορηγούνται συμπληρώματα ένζυμων για τη βελτίωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού συστήματος.
Γονίδιο Κυστικής ΊνωσηςΤο γονίδιο της κυστική ίνωσης είναι υπεύθυνο για την παραγωγή μια πρωτεΐνης, της CFTR (cystic fibrosis transmembrane conductance regulator), η οποία ελέγχει τη ροή του άλατος μέσα και έξω από τα κύτταρα που επενδύουν τους πνεύμονες και το πεπτικό σύστημα. Στην κυστική ίνωση η πρωτεΐνη CFTR δεν λειτουργεί σωστά και οι βλέννες έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι και ελάχιστη ποσότητα νερού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εκκρίσεις των αεραγωγών να είναι κολλώδης και να μην απομακρύνονται εύκολα, οδηγώντας σε συχνές μολύνσεις. Επίσης λόγω της
αυξημένης περιεκτικότητας του ιδρώτα σε αλάτι, ο ιδρώτας αυτών των ατόμων είναι υπερβολικά αλμυρός.
Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο της κυστικής ίνωσης είναι πάνω από 1.500 και παρουσιάζονται με διαφορετική συχνότητα στους διάφορους πληθυσμούς. Ειδικά για τον Ελληνικό πληθυσμό υπάρχουν περίπου 15 μεταλλάξεις, οι οποίες ευθύνονται για την συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που εμφανίζονται σε Έλληνες ασθενείς.
Έλεγχος μεταλλάξεων
Οι μεταλλάξεις του γονιδίου μπορούν να διαγνωσθούν με τον μοριακό γενετικό έλεγχο για κυστική ίνωση. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζονται οι περιπτώσεις όπου οι δυο γονείς είναι φορείς και ακολουθεί η κατάλληλη συμβουλευτική του ζευγαριού.
Ο μοριακός γενετικός έλεγχος συνίσταται και πρέπει να προσφέρεται ως επιλογή στον προγεννητικό έλεγχο, μετά την ολοκληρωμένη ενημέρωση του ζευγαριού για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της εξέτασης.
Επίσης συστήνεται ο μοριακός έλεγχος σε περιπτώσεις με οικογενειακό ιστορικό της νόσου και όταν ο ένας γονέας έχει βρεθεί φορέας της νόσου. Ακόμη μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά περίπτωση στα πλαίσια προετοιμασίας για εξωσωματική γονιμοποίηση και σε διερεύνηση ανδρικής υπογονιμότητας.
Προγεννητικός μοριακός έλεγχος για κυστική ίνωση συνίσταται όταν και οι δυο γονείς είναι φορείς μεταλλάξεων που μπορεί να οδηγήσουν σε πάσχον παιδί. Επίσης σε ανεύρεση υπερηχογενούς εντέρου συνίσταται προγεννητικός έλεγχος, αφού προηγηθεί έλεγχος των γονέων, καθώς το εύρημα αυτό σχετίζεται με 3% πιθανότητα το έμβρυο να πάσχει από κυστική ίνωση.